Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

) επωφελούμαι 3) (

  • 1 воспользоваться

    воспользоваться επωφελούμαι \воспользоваться случаем επωφελούμαι της ευκαιρίας
    * * *

    воспо́льзоваться слу́чаем — επωφελούμαι της ευκαιρίας

    Русско-греческий словарь > воспользоваться

  • 2 пользоваться

    пользоваться
    несов
    1. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ·
    2. (использовать, извлекать выгоду) ἐπωφελοῦμαι:
    \пользоваться передышкой ἐπωφελοῦμαι ἀπό τήν ἀνάπαυλα· \пользоваться своим преимуществом χρησιμοποιώ τήν πλεονεκτική μου θέση· \пользоваться случаем ἐπωφελοῦμαι τής εὐκαιρίας·
    3. (обладать чем-л.) ἀπολαύω, χαίρω:
    \пользоваться права́ми (привилегиями) ἀπολαύω δικαιωμάτων (προνομίων)· \пользоваться известностью (доверием) χαίρω φήμης (τής ἐμπιστοσύνης)· \пользоваться успехом ἔχω ἐπιτυχία· \пользоваться общим уважением ἀπολαύω τής γενικής ἐκτιμήσεως· не \пользоваться любовью εἶμαι ἀντιπαθής· \пользоваться спросом ἔχω ζήτηση.

    Русско-новогреческий словарь > пользоваться

  • 3 пользоваться

    пользоваться 1) μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ 2) (извлекать выгоду ) επωφελούμαι 3) (обладать чём-л.) απολαβαίνω, χαίρω* \пользоваться уважением χαίρω της εκτίμησης· \пользоваться доверием χαίρω της εμπιστοσύνης* \пользоваться успехом έχω επιτυχία
    * * *
    1) μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ
    2) ( извлекать выгоду) επωφελούμαι
    3) (обладать чем-л.) απολαβαίνω, χαίρω

    по́льзоваться уваже́нием — χαίρω της εκτίμησης

    по́льзоваться дове́рием — χαίρω της εμπιστοσύ νης

    по́льзоваться успе́хом — έχω επιτυχία

    Русско-греческий словарь > пользоваться

  • 4 случай

    случай м 1) (происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικό; несчастный το δυστύχημα 2) (обстоятельство) η περίπτωση· η ευκαιρία (возможность удобный \случай η ευκαιρία; упустить \случай χάνω την ευκαιρία; представился \случай παρουσιάστηκε η ευκαιρία; пользоваться \случайем επωφελούμαι την ευκαιρία 3) (случайность) η τύχη ◇ при \случайе, в \случайе, если... αν τυχόν, στην περίπτωση που...· ни в коем \случайе σε καμιά περίπτωση; на всякий \случай για κάθε ενδεχόμενο; по \случайю чего-л. με την ευκαιρία...· на \случай στην τύχη
    * * *
    м
    1) ( происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικό

    несча́стный слу́чай — το δυστύχημα

    2) ( обстоятельство) η περίπτωση; η ευκαιρία ( возможность)

    удо́бный слу́чай — η ευκαιρία

    упусти́ть слу́чай — χάνω την ευκαιρία

    предста́вился слу́чай — παρουσιάστηκε η ευκαιρία

    по́льзоваться слу́чаем — επωφελούμαι την ευκαιρία

    3) ( случайность) η τύχη
    ••

    при слу́чае, в слу́чае, е́сли... — αν τυχόν, στην περίπτωση που…

    ни в ко́ем слу́чае — σε καμιά περίπτωση

    на вся́кий слу́чай — για κάθε ενδεχόμενο

    по слу́чаю чего́-л. — με την ευκαιρία…

    на слу́чай — στην τύχη

    Русско-греческий словарь > случай

  • 5 воспользоваться

    воспользоваться
    сов ἐπωφελοῦμαι:
    \воспользоваться случаем ἐκμεταλλεύομαι τήν εὐκαιρία, ἐπωφελούμαι τής εὐκαιρίας' \воспользоваться чем-л. в качестве предлога βρίσκω (или χρησιμοποιώ) σάν πρόφαση.

    Русско-новогреческий словарь > воспользоваться

  • 6 использовать

    использовать
    сов и несов (кого-л., что-л.) χρησιμοποιώ, ἐκμεταλλεύομαι/ ἐπωφελούμαι τοῦ (τής) (воспользоваться):
    \использовать возможности χρησιμοποιδ τίς δυνατότητες· \использовать слу́чай ἐπωφελούμαι τής εὐκαιρίας.

    Русско-новогреческий словарь > использовать

  • 7 воспользоваться

    -зуюсь, -зуешься
    ρ.σ.
    με οργν.
    επωφελούμαι, δράττομαι•

    воспользоваться случаем επωφελούμαι της ευκαιρίας.

    || χρησιμοποιώ (για όφελος μου)•

    он -лся чужими деньгами αυτός χρησιμοποίησε ξένα χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > воспользоваться

  • 8 использовать

    -зую, -зуешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι• επωφελούμαι, δράττομαι•

    использовать местных ресурсов χρησιμοποιώ τις τοπικές πλουτοπαραγωγικές πηγές •» опыт передовиков χρησιμοποιώ την πείρα των πρωτοπόρων•

    использовать каждую минуту δεν αφήνω ούτε λεπτό να πάει χαμένο• -использовать случай επωφελούμαι της ευκαιρίας.

    χρησιμοποιούμαι, μεταχειρίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > использовать

  • 9 обратить

    -ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•

    -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•

    обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•

    обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•

    обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.

    || αλλάζω, μεταφέρω•

    -разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    || τραβώ, προσελκύω•

    обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.

    2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•

    обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•

    обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.

    3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•

    обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•

    обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    || τρέπω•

    обратить в бегство τρέπω σε φυγή•

    обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.

    4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•

    обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.

    εκφρ.
    в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.
    1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•

    обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•

    обратить вспять πισωγυρίζω.

    || κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•

    глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.

    || καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•

    обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.

    2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•

    он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.

    || περιφέρομαι.
    3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•

    обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•

    он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.

    4. οξύνω, εντείνω•

    обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•

    обратить в зр-ние εντείνω την όραση.

    || τρέπομαι•

    обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обратить

  • 10 пользоваться

    -зуюсь, -зуешься
    ρ.δ.
    1. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι, κάνω χρήση•

    пользоваться научным методом χρησιμοποιώ επιστημονική μέθοδο•

    пользоваться инструментом χρησιμοποιώ το εργαλείο•

    пользоваться атомной энергией в мирных целях χρησιμοποιώ την ατομική ενέργεια για ειρηνικούς σκοπούς.

    2. επωφελούμαι•

    пользоваться всяким удобным случаем επωφελούμαι κάθε κατάλληλης ευκαιρίας.

    3. απολαύω, απολαμβάνω, χαίρω, έχω-- авторитетом έχω κύρος•

    пользоваться свободой έχω ελευθερία•

    пользоваться хорощей репутацией χαίρω καλής φήμης•

    пользоваться правами χαίρω δικαιωμάτων•

    пользоваться популярностью είμαι δημοφιλής.

    4. παλ. θεραπεύομαι, γιατρεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > пользоваться

  • 11 уловить

    уловлю, уловишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уловленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω (με τις αισθήσεις ή το νου).
    2. επωφελούμαι, δράττομαι•

    уловить удобный случай επωφελούμαι της κατάλληλης ευκαιρίας.

    3. συλλαμβάνω•

    уловить преступника πιάνω τον εγκληματία.

    4. συλλέγω (για συσκευή)•

    уловить пыль μαζεύω τη σκόνη.

    Большой русско-греческий словарь > уловить

  • 12 пользоваться

    1. (употреблять, потреблять, применять) χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι 2. (использовать в своих интересах) επωφελούμαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пользоваться

  • 13 улавливать

    1. (воспринимать что-л. органами чувств) συλλαμβάνω, πιάνω, αντιλαμβάνομαι 2. (при помощи приспособлений удалять что-л. откуда-л.) συλλέγω, παγιδεύω 3. (уметь быстро воспользоваться чем-л.) επωφελούμαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > улавливать

  • 14 доход

    доход
    м τό ἔσοδο, τό είσόδημα, τό κέρδος (от предприятия, хозяйства)/ ἡ πρόσοδος (с земли) / ἡ ἐϊσπραξη [-ις] (выручка):
    статья \дохода τό ἐσοδο· национальный \доход τό ἐθνικό είσόδημα· трудовые \доходы τά ἐργατικά είσοδήματα· приносить \доход φέρνω κέρδη· извлекать \доход прям., перен ἐπωφελούμαι, βγάζω κέρδος.

    Русско-новогреческий словарь > доход

  • 15 момент

    момент
    м
    1. ἡ στιγμή:
    в один \момент σέ μιά στιγμή, αὐτοστιγμεί· в настоящий \момент ἡ παρούσα στιγμή· текущий \момент ἡ σημερινή κατάσταση· удобный \момент ἡ κατάλληλη στιγμή· упустить \момент χάνω τήν εὐκαιρία[ν]· воспользоваться \моментом ἐπωφελούμαι τής εὐκαιρίας· в тот \момент, когда... τή στιγμή πού..., τήν ὠρα πού...·
    2. (отдельная сторона какого-л. явления) τό στοιχεῖο[ν], ἡ πλευρά:
    отрицательный \моментτό ἐλάττωμα, ἡ ἀρνητική πλευρά·
    3. физ. τό σημείο[ν]:
    \момент инерции τό σημεῖο[ν] ἀδράνειας.

    Русско-новогреческий словарь > момент

  • 16 польза

    польз||а
    ж ἡ ὠφέλεια, τό ὀφελος, τό κέρδος, τό συμφέρο[ν]:
    для общей \пользаы γιά τό γενικό ὅφελος· для твоей же \пользаы γιά τό συμφέρον σου· это ему на \пользау αὐτό θά τοῦ βγεῖ σέ καλό· что \пользаы?, какая \польза? τί τό ὅφελος;· какая мне \польза от этого? τί ὅφελος θά ἔχω ἐγώ;· извлечь \пользау из чего́-л. ἐπωφελοῦμαι κάτι· ◊ говорить (свидетельствовать) в \пользау чего-л., кого-л. εἶμαι (μαρτυρώ) ὑπέρ κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > польза

  • 17 заговеться

    -еюсь, -еешься
    ρ.σ.
    αποκρεύω, κάνω Αποκριά. || μτφ., επωφελούμαι• παίρνω για τελευταία φορά.

    Большой русско-греческий словарь > заговеться

  • 18 изловчиться

    -чусь, -чишься
    ρ.σ. καταφέρνω, κινούμαι εύστροφα, επιδέξια ενεργώ έντεχνα, δράττομαι (επωφελούμαι) της ευκαιρίας μηχανεύομαι, πονηρεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > изловчиться

  • 19 ловить

    ловлю, ловишь
    ρ.δ. μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω, τσακώνω•

    ловить мяч πιάνω το τόπι•

    ловить на лету πιάνω στον αέρα.

    || θηρεύω•

    ловить птиц πιάνω πουλιά.

    2. αλιεύω, ψαρεύω•

    ловить рыбу ψαρεύω.

    3. μτφ. δράττομαι επωφελούμαι ловить (удобный) случай δράττομαι της (κατάλληλης) ευκαιρίας•

    лови момент δράξου της ευκαιρίας.

    4. συλλαμβάνω επ αυτοφόρω•

    ловить вора πιάνω τον κλεφτή.

    εκφρ.
    ловить взгляд (взор) ή глаз – πιάνω τη ματιά (κάποιου), συναντιώνται τα βλέμματα μας•
    ловить на себе чей взгляд – πιάνω κάποιον που ρίχνει τη ματιά του σε μένα•
    ловить волну ή станцию – πιάνω το ραδιοσταθμό•
    в мутной воде рыбу ловить – ψαρεύω στα θολά νερά•
    ловить на слове – πιάνομαι από ένα λόγο (από μια λέξη).
    πιάνομαι, συλλαμβάνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > ловить

  • 20 поддеть

    ρ.σ.μ.
    1. ανυψώνω αγκιστρώνοντας. || παίρνω, πιάνω από κάτω.
    2. υφαρπάζω, πιάνομαι, γαντζώνομαι, δράττομαι, επωφελούμαι(από λέξη, λόγο, λάθος κάποιου).
    3. μτφ. απατώ, εξαπατώ, ξεγελώ.
    4. μτφ. (απλ.)• αποκτώ, βρίσκω•

    где ты эту красавицу -ел? που τη βρήκες αυτήν την πεντάμορφη;

    ρ.σ.μ. υπενδύω, ντύνω από κάτω φοδράρω.

    Большой русско-греческий словарь > поддеть

См. также в других словарях:

  • επωφελούμαι — επωφελούμαι, επωφελήθηκα βλ. πίν. 74 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επωφελούμαι — (AM ἐπωφελῶ, έω) [ωφελώ] νεοελλ. χρησιμοποιώ, αξιοποιώ τις δυνατότητες που μού παρέχονται για να ωφεληθώ («επωφελήθηκε από την περίσταση») αρχ. ωφελώ, βοηθώ («κεῑνον θέλων ἐπωφελῆσαι ταῡτ’ ἓδρα», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • επωφελούμαι — επωφελήθηκα, επωφελημένος, ωφελούμαι από κάτι, μεταχειρίζομαι κάτι με τρόπο επωφελή, χρήσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναποχρώμαι — άομαι, Α 1. εκμεταλλεύομαι κάτι, επωφελούμαι από κάτι μαζί με άλλον 2. κάνω κατάχρηση μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποχρῶμαι «επωφελούμαι, μεταχειρίζομαι κάτι για δική μου ωφέλεια»] …   Dictionary of Greek

  • φαγείν — και ιων. και επικ. τ. φαγέειν και φαγέμεν Α 1. τρώγω («πλεῑστα φαγεῑν τε καὶ πιεῑν», Αριστοτ.) 2. μτφ. καταναλώνω, καταδαπανώ («ξεινήϊα πολλὰ φαγόντε ἄλλων ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αόρ. β ἔ φαγ ον (απρμφ. φαγεῖν) τού ρ. ἐσθίω «τρώγω»… …   Dictionary of Greek

  • άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • αγωνίζομαι — (Α ἀγωνίζομαι) 1. συναγωνίζομαι σωματικά ή πνευματικά για τα πρωτεία, για βραβείο 2. διεξάγω αγώνα, μάχομαι σε πόλεμο, πολεμώ 3. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, μοχθώ, κοπιάζω αρχ. 1. συζητώ έντονα, εριστικά, προβάλλοντας… …   Dictionary of Greek

  • απονέμω — (AM ἀπονέμω) νεοελλ. προσφέρω, χορηγώ τίτλο, βραβείο ή τιμητική θέση αρχ. Ι. 1. δίνω μερίδιο, μοιράζω, αποδίδω 2. (Λογ.) μερίζω, διαιρώ 3. δίνω στον εαυτό μου ένα μέρος 4. παίρνω για τον εαυτό μου, επωφελούμαι …   Dictionary of Greek

  • αποχρώ — ἀποχρῶ ( άω κ. ιων. τ. έω) (Α) Ι. 1. αρκώ, επαρκώ 2. απρόσ. είναι αρκετό, αρκεί 3. ( ώμαι) α) είμαι ευχαριστημένος με κάτι, ικανοποιούμαι β) μεταχειρίζομαι κάτι για δική μου ωφέλεια, επωφελούμαι 4. κάνω κατάχρηση 5. καταστρέφω, σκοτώνω II. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • δράττομαι — (AM δράττομαι και δράσσομαι και δράζομαι και σπαν. δράττω) 1. πιάνω κάτι σφιχτά με το χέρι μου, χουφτώνω 2. συλλαμβάνω με δύναμη, αρπάζω νεοελλ. μτφ. επωφελούμαι, εκμεταλλεύομαι («δράττομαι τής ευκαιρίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δράσσομαι (αττ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»